In the media (press releases / interviews )

Contents -  Περιεχομενα
    RADIO INTERVIEWS  
    • 08/07/2013 - On the Greek crisis and the latest 'troica' visit to Athens (to John Darvall, BBC Bristol)
    • 23/4/2013 - On the Greek crisis and the fire sale of Greek public property (to John Darvall, BBC Bristol)
    • 18/11/2012 - On the Greek crisis and the new 'bail-out' loan (to John Darvall, BBC Bristol)
    • 20/6/2012 - On the outcome of the Greek Elections and its impact on Greece's position in Euro (the Morning Report show of BBC Radio 5Live)
    • 18/6/2012 - On the outcome of the Greek Elections and its impact on Greece's position in Euro (to Matthew Smith, BBC Radio Wiltshire)
    • 18/5/2012 - On the Greek Crisis and the crisis of Euro (to Matthew Smith, BBC Radio Wiltshire) 
    • 21/2/2012 - On the Greek crisis and the new 'bail-out' loan (BBC Bristol)
    • 13/2/2012 - On the Greek crisis, the parliamentary vote and the riots (to John Darvall, BBC Bristol)
    • 13/2/2012 - On the Greek crisis and the riots (to Lee Stone, BBC Wiltshire)
    • 13/2/2012 - On the Greek crisis and the riots (Jack FM, Breeze) 
    • 3/11/2012 - On the Greek crisis and the call for a Referendum (to John Darvall, BBC Bristol)  
    • 29/09/2011 - On the Greek Crisis and the impact of austerity measures (to Mark O'Donnell, BBC Wiltshire)
    PRESS RELEASES
    • 2/11/2011 - Papandreou's announcement for a referendum and the Greek Crisis
     PUBLISHED INTERVIEWS 
    ________________________________________________________
    PRESS RELEASE (27 November 2012)

    THE NEW DEAL FOR GREECE: a tale of 'too little, too late' for the Greek families and the real economy.

    The Greek government has been waiting since June 2012 to receive the next tranche of the so-called bail-out loans. In the mean time the Greek sovereign debt kept accumulating as new short-term loans on unfavourable terms had to be arranged to cover pressing obligations.

    The latest new deal, forged after a marathon session that lasted almost 10 hours, is another, slightly better, compromise that serves more the needs of the financial sector and individual governments in Europe and less the needs of the real conomy and the Greek people. The expectation is that the fear and risk of Greece leaving the Euro will recede somewhat. But who will benefit?

    It is still the wrong medicine and its price-tag is very high: more years of austerity, no visible end to recession, further reduction of national economic sovereignty, and a real danger that targets will still be missed. This is a tale of 'too little, too late' for the Greek people and the real economy.

    PRESS RELEASE (2 November 2011)

    Greek prime minister Papandreou's announcement for a referendum on accepting the (vague) EU agreement made on 26 October 2011 is nothing short of a dangerous political gamble, dangerous both for Greece and the Euro.

    The details of the EU agreement that involves, among other things, banks and other private creditors voluntarily agreeing to write off 50% of Greek debt are still uncertain. What is certain, however, is that, if it goes ahead, the referendum will affect not only the future of Greece but the future of Euro and perhaps the whole EU.

    Greece and its people find themselves amidst the worst politico-economic crisis in their recent history, with official unemployment rate standing at 17.6% (Eurostat), a public debt of more than 300 billion Euros, a de-legitimized political party system and an economy entering its 4th consecutive year of severe recession.

    The news  from Italy and Spain are not good either. With their combined public debts reached nearly 3 trillion Euros and their bond auction interest rates reaching all time highs, it looks very likely that Italy and Spain will follow Greece, Portugal and Ireland in seeking EU assistance.

    One thing has become clear since the sovereign debt crisis erupted in the EU semi-periphery, and especially in Greece.

    What is good for the survival of Euro and the economic and financial interests backing it, is not good for the people of Europe who live in the Eurozone (Greeks included) and vice-versa. Permanent austerity, dismantling of welfare state structures, abolishment of hard-won socio-economic and employment rights and further privatisations, are the price that the people of Europe are asked to pay in order to save, once again, banks and financial institutions that 'are too big to fail' and a currency that seems to benefit only a few sectors of core Eurozone countries.

    If Greeks accept the (vague) EU agreement it will mean a decade or more of severe economic and social suffering and an unprecedented loss of national economic sovereignty. Still, for Papandreou it will mean political survival and a vindication of its politics. On the other hand, if Greeks reject the agreement then, very likely, Greece will default and exit Euro starting a domino effect that can lead to the dismantling of Euro itself. Greeks will be accused of having assassinated the Euro and Papandreou will look like the leading character in an ancient Greek tragedy.

    The future of Euro was never more uncertain and the political stakes were never so high. And Britain's decision to keep its own currency looks wiser than ever.

    ________________________________________________________

    INTERVIEW (15/10/2011) in the Poleconomix blog 


    Poleconomix: Είναι δυνατόν σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και δημοσιονομικών περιορισμών να εφαρμοστούν πολιτικές ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους;
    Θεόδωρος Παπαδόπουλος: Το ερώτημα είναι εύλογο και επίκαιρο αλλά είναι δύσκολο να απαντηθεί γενικά και για όλες τις χώρες. Η απάντηση του απαιτεί να το εξειδικεύσουμε σε τόπο και χρόνο. Κατ’ αρχάς, ούτε όλες οι οικονομικές κρίσεις είναι οι ίδιες, ούτε οι δημοσιονομικοί περιορισμοί έχουν πάντα μια κατεύθυνση. Επιπλέον, άλλα μέτρα – όπως η αύξηση φορολογίας, τα επενδυτικά κίνητρα ή η επίτευξη κοινωνικής συναίνεσης μεταξύ κεφαλαίου-εργασίας – παράλληλα με αυτά των όποιων δημοσιονομικών περιορισμών, μπορούν να δημιουργήσουν προϋποθέσεις για πολιτικές ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι πλέον δεν έχουν όλα τα κράτη τα ίδια οικονομικά εργαλεία για να αντιμετωπίσουν οικονομικές κρίσεις – έχει διαφορά για παράδειγμα εάν ένα κράτος ελέγχει  ή όχι το εθνικό του νόμισμα, ή εάν το εθνικό του νόμισμα χρησιμοποιείται για διεθνείς συναλλαγές (όπως πχ. το αμερικανικό δολάριο). Και βέβαια η μορφή πολιτικής διακυβέρνησης αλλά και η αποτελεσματικότητα και παραγωγικότητα του δημοσίου τομέα είναι καταλυτικοί παράγοντες στο πώς μια κυβέρνηση αντιμετωπίζει κρίσεις.
    Το παράδειγμα της Φινλανδίας στις αρχές της δεκαετίας του 90 είναι ενδεικτικό: με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης που αποτελούσε για δεκαετίες τον κύριο εξαγωγικό της εταίρο η Φινλανδία βυθίστηκε σε μια άνευ προηγουμένου ύφεση. Εκτιμήθηκε ότι μόνο για το 1991 η συρρίκνωση των εξαγωγών προς τη μετα-Σοβιετική Ρωσία οδήγησε σε μείωση κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες του Φινλανδικού ΑΕΠ. Η συνολική μείωση του ΑΕΠ μόνο για το 1991 έφτασε το 6%.[1] ενώ μέχρι το 1994 η ανεργία εκτοξεύτηκε σχεδόν στο 18%. Παρ’ όλα αυτά το ποσοστό του πληθυσμού κάτω από το όριο φτώχειας παρέμεινε σταθερό σε όλο το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 (περίπου στο 3%). Τι είχε συμβεί: το κοινωνικό κράτος και οι αναδιανεμητικές πολιτικές λειτούργησαν υπέρ της κοινωνικής συνοχής κάτω από συνθήκες μεγάλης οικονομικής κρίσης. Παράλληλα, συμφωνίες μεταξύ συνδικάτων και εργοδοτών για συγκράτηση μισθών αλλά και για στρατηγικό αναπροσανατολισμό του οικονομικού μοντέλου με ενεργή κρατική παρέμβαση – που βασίστηκαν σε ευρεία και ειλικρινή συζήτηση και συναίνεση – οδήγησαν σε σχετικά γρήγορη οικονομική ανάκαμψη που κράτησε πάνω από μια δεκαετία. Τότε όμως, η Φινλανδία είχε το δικό της νόμισμα,  η κλασσική σοσιαλδημοκρατική συναίνεση ήταν ακόμα ηγεμονική και η οικονομία της δεν είχε ενταχθεί πλήρως στην εκείνα τα χρόνια γοργά διεθνοποιούμενη οικονομία της αγοράς. Παρ’ όλες τις μετέπειτα πολιτικές συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, η Φινλανδία αντιμετώπισε τη νέα κρίση χωρίς δραματικές αυξήσεις στην φτώχεια παρόλο που η ανισότητα έχει αυξηθεί σημαντικά.[2] Από τους κύριους παράγοντες που εξηγούν την πίεση στο κοινωνικό της κράτος είναι ο σημαντικός βαθμός ενσωμάτωσης της Φινλανδίας  στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και το Ευρώ.
    Εδώ ένα άλλο παράδειγμα, η Νορβηγία, έχει ενδιαφέρον. Με έναν από τους μεγαλύτερους[3] και πιο παραγωγικούς δημόσιους τομείς στην Ευρώπη, η Νορβηγία καταφέρνει – εν μέσω της σφοδρότερης παγκόσμιας κρίσης των τελευταίων δεκαετιών – να διατηρεί το κοινωνικό της κράτος, με την ανεργία στο 3.2%. Και αυτό με μια κυβέρνηση συμμαχίας όπου ο Πρωθυπουργός από το (σοσιαλδημοκρατικό) κόμμα των Εργατικών εκλέχτηκε το 2009 με πρόγραμμα για αύξηση των κοινωνικών επενδύσεων και κατάργηση φοροαπαλλαγών για τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια. Η Νορβηγία τα καταφέρνει, κάνοντας ‘έξυπνη’ – υπέρ της κοινωνίας και του κράτους της – αξιοποίηση της ‘προίκας’ των φυσικών πόρων που κατέχει (φυσικού αερίου και πετρελαίου) και ακολουθώντας έναν πολύ προσεκτικό και επιλεκτικό μονοπάτι στην ενσωμάτωσή της στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, στη σχέση της με την Ευρωπαϊκή Ένωση (πχ. δεν είναι μέλος της ΕΕ αλλά είναι μέλος της ΕΕΑ (Εuropean Economic Area) και βέβαια διατηρώντας το δικό της νόμισμα.
    Καταλήγοντας, και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, η απάντηση στην κρίση δεν ήταν μονοδρομική. Υπήρχαν πιο πολλές επιλογές προ-Μνημονίου και Συνθήκης Δανειακής Διευκόλυνσης οι οποίες συρρικνώθηκαν δραματικά στην μετα-Μνημονίου εποχή. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι η ηγεσία της κυβέρνησης δεν ήξερε τις άλλες επιλογές ή τις μελλοντικές επιπτώσεις των πολιτικών τις οποίες υιοθέτησε ως αποτέλεσμα των υπογραφών της.  Το γιατί επιλέχθηκε αυτός ο δρόμος και ποιών τα συμφέροντα εξυπηρετεί είναι κάτι που θα αποκαλυφθεί στο εγγύς μέλλον από τη δυναμική των γεγονότων, τις επιπτώσεις των αλλαγών και τα στοιχεία και μαρτυρίες που σιγά-σιγά βρίσκουν το δρόμο της δημοσιότητας. Πάντα υπάρχουν κάποιες επιλογές ακόμα και κάτω απο τις πιό αντίξοες συνθήκες. Το θέμα είναι ποιών τα συμφέροντα εξυπηρετούν.  
    Poleconomix: Το κοινωνικό κράτος κινδυνεύει από την παγκοσμιοποίηση ή πρόκειται για έναν (ακόμα) μύθο;
    Θεόδωρος Παπαδόπουλος: Προσπερνώ τα προβλήματα του όρου ‘παγκοσμιοποίηση’, αλλά εάν εννοούμε με αυτόν τη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς και πάλι, νομίζω, η απάντηση απαιτεί εξειδίκευση. Εξαρτάται από το πώς και με ποιούς όρους ένα κράτος και η πολιτική του οικονομία ενσωματώνονται στην παγκόσμια οικονομία.  Πολύ γενικά μιλώντας η απάντηση είναι καταφατική, ο κίνδυνος είναι πραγματικός δεν είναι μύθος.  Για τα (εθνικά) κοινωνικά κράτη, η ελεύθερη διακίνηση κεφαλαίου και εμπορευμάτων είναι μια τεράστια πρόκληση (αφήνω έξω την εργασία, γιατί η ελεύθερη διακίνηση εργασίας σε παγκόσμιο επίπεδο είναι όντως μύθος). Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης τα κοινωνικά κράτη βρίσκονται σε υποχώρηση, οι μισθοί έχουν παγώσει ή μειώνονται και τα περισσότερα νοικοκυριά είναι χρεωμένα. Για τις μεσαίες τάξεις που στήριξαν τα κράτη ευημερίας η διατήρηση του βιοτικού τους επιπέδου υπό συνθήκες ‘παγκοσμιοποίησης’ έγινε δυνατή μόνο με την αύξηση του ιδιωτικού δανεισμού και τις φθηνές εισαγωγές – που στην ουσία πριόνιζαν όχι μόνο το κλαδί αλλά ολόκληρο το δέντρο των κοινωνικών κρατών. Το ‘παιχνίδι’ της ‘παγκοσμιοποίησης’ ευνόησε σκανδαλωδώς συγκεκριμένες ελίτ στις λεγόμενες ανεπτυγμένες χώρες (σε βάρος των μεσαίων τους τάξεων) καθώς και αναδυόμενες ελίτ σε χώρες όπως η Κίνα κλπ. που εκμεταλλευόμενες το χαμηλό εργατικό κόστος και την ‘σταθερότητα’ που αναπαράγεται κάτω από συνθήκες αυταρχισμού και καταπίεσης ‘προσέλκυσαν’ επενδύσεις από τις ανεπτυγμένες χώρες. Είναι σχεδόν βέβαιο  ότι σε συνθήκες διεθνοποίησης της οικονομίας της αγοράς οι χώρες της ημι-περιφέρειας όπως η Ελλάδα αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να συντριβούν μεταξύ των χωρών του πυρήνα (πχ. Γερμανία, ΗΠΑ) και της περιφέρειας (πχ. Κίνα, Ινδία).  Πραγματικά, στις συνθήκες που δημιουργήθηκαν ο ρόλος των χωρών της ημι-περιφέρειας άλλαξε άρδην αλλά, και πάλι, επιλογές υπήρχαν και, σε ένα βαθμό, υπάρχουν ακόμα.  Όμως η ‘παγκοσμιοποίηση’ έχει ‘ραγίσει’: η κρίση το εκφράζει αυτό με τον πιο αποκαλυπτικό και, για την Ελλάδα, οδυνηρό τρόπο. Αυτό δημιουργεί κάποιες νέες συνθήκες: είναι καιρός να ανοίξει σοβαρά η συζήτηση για το ΠΩΣ ενσωματωνόμαστε σε αυτή την ΄ραγισμένη παγκοσμιοποίηση’. Για την Ελλάδα συγκεκριμένα, οι υιοθετούμενες πολιτικές είναι, κατά τη γνώμη μου, καταστροφικές. Το να φτάνει ο Πρωθυπουργός να δηλώνει ότι ‘δεν θα γίνουμε Ινδία’ είναι η μεγαλύτερη απόδειξη αποτυχίας και, υπόρρητα, δηλώνει την κατεύθυνση των αλλαγών. Για την ηγεμονεύουσα πολιτικο-οικονομική ελίτ της χώρας φαίνεται ότι η επιλογή να μετατραπεί η Ελλάδα σε μια ‘ανταγωνιστική’ χώρα της (τριτοκοσμικής) περιφέρειας θεωρείται μονόδρομος. 
    Poleconomix: Ποιές πιστεύετε ότι θα είναι οι επιπτώσεις της συρρίκνωσης του οικογενειακού εισοδήματος (εξαιτίας της τρέχουσας οικονομικής κρίσης αλλά και των μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει λάβει η ελληνική κυβέρνηση) στην κοινωνική συνοχή, δεδομένου ότι το κοινωνικό κράτος παραμένει αναποτελεσματικό και φειδωλό ως προς τις παροχές του;
    Θεόδωρος Παπαδόπουλος: Εάν κοινωνικό κράτος σημαίνει καθολικότητα (universalism), αναδιανομή εισοδημάτων (redistribution), απο-εμπορευματοποιημένα δημόσια αγαθά  και εκτεταμένο δίκτυ ασφάλειας τότε είναι πολύ δύσκολο να μιλήσουμε για λειτουργία κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.  Στην πραγματικότητα αυτό που είχαμε στην Ελλάδα ήταν ένα ‘σύστημα’ κοινωνικής ασφάλισης κατακερματισμένο μεταξύ πολυάριθμων ταμείων που, όσον αφορά στις παροχές – και σε συνδυασμό με το ανεπαρκές φορολογικό σύστημα – αναπαρήγαγε μεγάλες διαφορές μεταξύ κοινωνικο-οικονομικών ομάδων. Ήταν ένα ‘σύστημα’ με ελάχιστη οριζόντια ή κάθετη αναδιανομή[4] (συγκριτικά με άλλες ευρωπαϊκές χώρες), ανεπαρκέστατο δίχτυ ασφάλειας και μικρή αποεμπορευματοποίηση. Ο κύριος φορέας παροχής κοινωνικής προστασίας και απο-εμπορευματοποίησης στην Ελλάδα ήταν και παραμένει η οικογένεια, που θα πρέπει να την δούμε μέσα από την οπτική της οικογενειοκρατικής (familistic) πολιτικής οικονομίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ρόλος της οικογένειας στο οικογενειο-κρατικό μοντέλο πρόνοιας δεν περιορίζεται μόνο στα μέλη του νοικοκυριού αλλά πρέπει να κατανοηθεί ως ‘ένας μηχανισμός  που εμπεριέχει ένα εκτεταμένο δίκτυο κοινωνικών επαφών για την συνάθροιση και ανακατανομή πόρων’[5], θέτοντας ουσιαστικά ως κύρια λογική αναδιανομής την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της.  Στον κεντρικό ρόλο της οικογένειας ως κύριος χορηγός φροντίδας και προστασίας πρέπει να  προστεθεί μια ακόμη σημαντική διάσταση: ο ρόλος της ως βασικός θεσμός αναπαραγωγής της ελληνικής πολιτικής οικονομίας. Αυτός ο διττός ρόλος είναι άμεσα συνδεδεμένος με την δυνατότητα της οικογένειας να συγκεντρώνει και να κινητοποιεί πόρους: ως ιδιοκτήτης ακίνητης και κινητής περιουσίας, ως εργοδότης (συνήθως μέσα από τη μικρομεσαία οικογενειακή επιχείρηση),  ως μονάδα του συντεχνιακού-πελατειακού συστήματος και τέλος ως φορέας και διεκδικητής δικαιωμάτων κοινωνικής ασφάλισης (μέσω των μελών της που παραδοσιακά μπορούσαν να τα κατοχυρώσουν μέσω της συμμετοχής τους στην επίσημη αγορά εργασίας).  Όμως, τα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής που έχει λάβει και συνεχίζει να λαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση αλλά και η ίδια η οικονομική ύφεση (ως αναπόφευκτη συνέπεια αυτών των μέτρων ) δεν χτυπάνε μόνο τα εισοδήματα αλλά όλο το πλαίσιο μέσα στο οποίο οι οικογένειες  μπορούσαν να συγκεντρώνουν και να κινητοποιούν πόρους. Πρόκειται για μια βίαιη επαν-εμπορευματοποίηση που γενικεύει την ανασφάλεια, διαλύει την όποια κοινωνική συνοχή και, δεδομένης της άσχημης κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, αδυνατεί να δώσει οποιαδήποτε προοπτική διεξόδου. Ευρύτερα κοινωνικά στρώματα έχουν πλέον ‘παραλύσει’ ή βρίσκονται σε απόγνωση καθώς αδυνατούν να διαμορφώσουν στρατηγικές μέσα σε ένα πλαίσιο καταιγιστικών αλλαγών που γιγαντώνουν, αντί να μειώνουν, την κοινωνική ανασφάλεια. Εκτός από δραματική αύξηση της φτώχειας και της ανεργίας θα δούμε ακόμα μεγαλύτερη αύξηση της κοινωνικής βίας, καθώς η κοινωνία αγοραιοποιείται βάναυσα μέσα από τις συνεχείς απορυθμίσεις εργασιακών σχέσεων, κατάρρευση του ασφαλιστικού συστήματος και τις συνεχείς φοροεπιδρομές, με πιο σημαντική το φόρο στην ιδιοκτησία που είναι ο κύριος πόρος ασφάλειας των νοικοκυριών στην  οικογενειοκρατική πολιτική οικονομία. Οι εμπειρίες άλλων χωρών  στις οποίες δοκιμάστηκαν παρόμοιες πολιτικές (Λατινική Αμερική, Ανατολική Ευρώπη) καταρρίπτουν τις όποιες αυταπάτες για ομαλή διέξοδο: η Ελλάδα έχει μπει σε τροχιά κοινωνικής διάλυσης.       
    Poleconomix: Υποστηρίζεται ότι οι επιπτώσεις της πρόσφατης οικονομικής κρίσης θα ήταν ηπιότερες στην Ελλάδα αν το κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας δεν ήταν διάτρητο. Τι έφταιξε; Γιατί δεν το ενισχύσαμε τόσα χρόνια;
    Θεόδωρος Παπαδόπουλος: Αυτό είναι ένα πολύ εύστοχο αλλά και πολύπλοκο ερώτημα. Είναι ίσως πιο εύκολο να εξηγήσεις γιατί κάτι έγινε από το γιατί κάτι δεν έγινε. Νομίζω ότι τα αίτια πρέπει να αναζητηθούν στην ιστορική πορεία της ελληνικής πολιτικής οικονομίας αλλά και στον τρόπο που λειτούργησε η (συνήθως πελατειακή) σχέση κοινωνικο-επαγγελματικών ομάδων και κράτους. Εδώ συμφωνώ σε μεγάλο βαθμό με τον Βενιέρη[6] αλλά και την Πετμεζίδου που σε παλαιότερες αλλά και πρόσφατες[7] εργασίες της εξέτασε την άνοδο των  μεσαίων στρωμάτων στην Ελλάδα και τη σχέση τους με το ελληνικό κρατισμό και την αντίστοιχη πολιτική οικονομία. Οι όποιες πολιτικές για την κοινωνική ασφάλεια και προστασία έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της μορφής διακυβέρνησης του μεταπολεμικού κρατισμού στην Ελλάδα. Η πελατειακή σχέση κοινωνικο-επαγγελματικών ομάδων και κράτους εκφράστηκε ως συνεχής πάλη για επιλεκτική (ανα)διανομή προνομίων σε μια πολιτική οικονομία που πέρασε ταχύτατα από μία προ-φορντική δομή (με κυρίαρχο τον αγροτικό τομέα) σε μια μετα-φορντική δομή (με κυρίαρχες τις υπηρεσίες). Οι αξίες και τα αιτήματα της καθολικότητας και της συλλογικής αλληλεγγύης που ιστορικά αναδείχθηκαν μέσα σε φορντιστικές πολιτικές οικονομίες (με κυρίαρχο το βιομηχανικό τομέα)  δεν αναδείχθηκαν στη μεταεμφυλιακή Ελλάδα της ισχνής εκβιομηχάνισης ενώ παράλληλα ο, μέχρι και το τέλος της δικτατορίας, αυταρχικός και, μεταπολιτευτικά, ωμά πελατειακός κρατισμός ευνόησαν την ραντιέρικη λογική μέσα και έξω από το κράτος. Οι μόνες πολιτικές που συνήθως εφαρμόζονταν στην Ελλάδα ήταν αυτές που έδιναν τη δυνατότητα σε διάφορους μεσάζοντες μέσα και έξω από το κράτος να αποκομίσουν κάποια ‘προμήθεια’, ‘διευκόλυνση’ ή προνόμιο.  ‘Δυστυχώς’ οι καθολικές κοινωνικές πολιτικές με τη διαφάνεια, διαχειριστική απλότητα, και ισότητα που τις χαρακτηρίζουν δεν μπορούν εύκολα να ενσωματωθούν σε αυτήν τη ραντιέρικη μορφή διακυβέρνησης ενώ παράλληλα τα κοινωνικά υποκείμενα που θα μπορούσαν να το απαιτήσουν παρέμειναν για δεκαετίες πολιτικά εγκλωβισμένα και αποκλεισμένα.[8] Επιπλέον, οι τεράστιες δαπάνες για την άμυνα, οι μεγαλύτερες Ευρωπαϊκού κράτους σε καιρό ειρήνης, απομυζούσαν για χρόνια πόρους που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κοινωνική προστασία. Τέλος, η μεγάλη έκταση της παρα-οικονομίας, φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής χρησιμοποιήθηκε επανειλημμένα ως πολιτική δικαιολογία για τη μη λήψη μέτρων, ενώ στην ουσία ήταν εύκολη δικαιολογία για τη μετακύλιση της ευθύνης για την κοινωνική προστασία στα νοικοκυριά και τις οικογένειες.  Έτσι, το κόστος κοινωνικής αναπαραγωγής ήταν (φαινομενικά τουλάχιστο) μικρότερο για το κράτος και τους εργοδότες. Το αποτέλεσμα ήταν η διαρκής αναπαραγωγή μιας κατακερματισμένης κοινωνίας όπου η κοινωνική αλληλεγγύη αναδεικνυόταν στο μικρο-επίπεδο της καθημερινότητας (διαπροσωπικές σχέσεις, οικογένεια, γειτονιά)  αλλά δεν έγινε ποτέ σοβαρό πολιτικό ζητούμενο στο μακρο-επίπεδο της πολιτικής.      
    Poleconomix: Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες οι θεσμοί κοινωνικής προστασίας περιόρισαν τις επιπτώσεις της πρόσφατης οικονομικής κρίσης, διασφαλίζοντας, ταυτόχρονα, την κοινωνική συνοχή. Ακόμα και η φιλελεύθερη κυβέρνηση της Μεγάλης Βρετανίας, εν καιρώ κρίσης,  εφάρμοσε πολιτικές ενίσχυσης του κοινωνικού κράτους. Παρατηρείτε μια άμβλυνση των ιδεολογικών αντιθέσεων όσον αφορά το κοινωνικό κράτος  και αν ναι, πόσο συνέβαλε η πρόσφατη οικονομική κρίση σε αυτήν;
    Θεόδωρος Παπαδόπουλος: Η κρίση βαθαίνει όλο και περισσότερο και στις περισσότερες  ανεπτυγμένες χώρες το μέλλον του (εθνικού) κοινωνικού κράτους χαρακτηρίζεται από μεγάλη αβεβαιότητα. Ιδιαίτερα στη Βρετανία, δεν μπορώ να δω κάποια άμβλυνση των ιδεολογικών αντιθέσεων αλλά μάλλον το αντίθετο: είναι ξεκάθαρο ότι η παρούσα κυβέρνηση συμμαχίας συντηρητικών και φιλελευθέρων χρησιμοποιεί εντέχνως την λεγόμενη ‘δημοσιονομική’ κρίση (που στην ουσία της είναι προϊόν της ‘κοινωνικοποίησης’ των τεράστιων χρεών του τραπεζικού τομέα) για να εφαρμόσει θεμελιακές αλλαγές στο βρετανικό κράτος πρόνοιας. Κάτω από το ιδεολογικό σλόγκαν/όραμα της ‘Μεγάλης Κοινωνίας (Big Society) – που υποτίθεται στέκεται στον αντίποδα του Μεγάλου Κράτους -  επιχειρούνται τεράστιες αλλαγές στο ρόλο και χαρακτήρα του κράτους, ίσως οι μεγαλύτερες μεταπολεμικά. Το κράτος ‘αποσύρεται’ από την παροχή υπηρεσιών και τη θέση του καλούνται να πάρουν εθελοντικές οργανώσεις και ο ιδιωτικός τομέας με παράλληλη αγοραιοποίηση δημοσίων αγαθών (όπως η εκπαίδευση, υγεία κλπ.) και άγριο χτύπημα του δημόσιου τομέα (απολύσεις, μειώσεις συντάξεων, πάγωμα μισθών κλπ.).  Δυστυχώς, η  προηγούμενη κυβέρνηση των Εργατικών διέσωσε τις τράπεζες με λεφτά των Βρετανών φορολογουμένων από μια κρίση που οι ίδιες δημιούργησαν (και όχι το κράτος ή ο ευρύτερος δημόσιος τομέας). Η διάσωση δεν συνοδεύτηκε από παράλληλη κρατική παρέμβαση στην διεύθυνση της οικονομίας και των επενδύσεων ή αυστηρή ρύθμιση του σκανδαλωδώς ανεύθυνου τραπεζο-χρηματοπιστωτικού τομέα. Αυτή τη στιγμή η επίθεση όχι μόνο στο κοινωνικό κράτος αλλά σε ολόκληρο τον δημόσιο τομέα της Βρετανίας είναι επί το πλείστον ιδεολογική: είναι τα εγγόνια της Θάτσερ που ολοκληρώνουν το όραμα της. Τα μεταπολεμικά κοινωνικά κράτη (παρ’ όλες τις αδυναμίες τους) ήταν θεσμικές καινοτομίες κοινωνικής προόδου και πολιτικού πολιτισμού. Ήταν άμεσα συνδεδεμένα με τον εκδημοκρατισμό των Ευρωπαϊκών κοινωνιών και την ‘εμπέδωση’ (embeddedness) κεφαλαίου και αγοράς στις κοινωνίες μέσα σε ένα πλαίσιο κοινωνικών δικαιωμάτων και ρυθμίσεων, όπου η παραγωγικότητα ωφελούσε την ευρύτερη κοινωνία και όχι μόνο τις ελίτ. Μετά την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ κάποιοι θριαμβολογούσαν ότι με το συνδυασμό ‘δημοκρατία και αγορά’  η Ιστορία έφτασε στο τέλος της.  Τώρα, εν μέσω κρίσης, φαίνεται ότι ο συνδυασμός έγινε δίλημμα. Κράτος ευημερίας χωρίς δημοκρατία δεν υφίσταται αλλά άγριος καπιταλισμός με αυταρχισμό πάνε αρκετές φορές παρέα. 

    [1] Simon-Erik Ollus & Heli Simola (2006) Russia in the Finnish Economy, Sitra Reports 66, Helsinki, p. 22
    [2] OECD (2010) Economic Survey of Finland, Policy Brief, Paris: OECD
    [3] Περίπου 30% της συνολικής απασχόλησης το 2009, Πηγη:
    http://www.ssb.no/english/subjects/00/minifakta_en/en/main_05.html
    [4] Για τις έννοιες της οριζόντιας και κάθετης αναδιανομής και εμπειρικά στοιχειά για την Ελλάδα τη δεκαετία του 1990 δες  Papadopoulos T.N. (1996), Family’, state and social policies for children in Greece στο Brannen J. and O’ Brien M. (eds.) Children and Families: Research and Policy, London: Falmer Press, pp.171-188
    [5] Allen J, Barlow J, Leal J, Maloutas Τ. and L Padovani L. (2004) Housing and welfare in Southern Europe, Oxford: Blackwell, σελ.112-6. Επίσης, δες Papadopoulos,T. and A.Roumpakis (2009) ‘Familistic welfare capitalism in crisis: The case of Greece’, ERI working paper series, WP-09-14
    [6]  Venieris D. (1997) ‘Dimensions of Social Policy in Greece’ στο Rhodes M. (ed.), Southern European Welfare States: Between crisis and reform, London: Frank Cass and Co
    [7] Petmesidou Μ. (1991) Statism, Social Policy and the Middle Classes in Greece Journal of European Social Policy vol. 1 no. 1, σελ. 31-48 και Petmesidou M. (forthcoming) What future for the middle classes and “inclusive solidarity” in South Europe? Global Social Policy, 11
    [8] Εδώ υπάρχει και η τεράστια ευθύνη των κομμάτων της Αριστεράς που ποτέ δεν έθεσαν σοβαρά τα αιτήματα της καθολικότητας και της κοινωνικής αλληλεγγύης, ίσως γιατί μυωπικά δεν μπόρεσαν να δουν ότι άλλες μορφές κρατισμού μέσα στον καπιταλισμό – όπως ο προνοιακός (welfare capitalism) – θα άνοιγαν νέες δυνατότητες που θα μπορούσαν να φέρουν τα προστάγματά τους εγγύτερα στην κοινωνία.  Η Αριστερά κατά τη γνώμη μου υπερτόνισε τον κίνδυνο της πολιτικής απο-ριζοσπαστικοποίησης που, δυνητικά, μπορεί να έφερνε ένας προνοιακός καπιταλισμός και παρέμεινε εγκλωβισμένη στην υπεράσπιση των αγώνων επιμέρους αιτημάτων διαφόρων κοινωνικο-επαγγελματικών ομάδων ‘ρίχνοντας νερό’, κατά κάποιο τρόπο, στον μύλο του κατακερματισμού. Η ειρωνεία είναι ότι τώρα που όλο αυτό το κατακερματισμένο σκηνικό κατεδαφίζεται, η υπεράσπιση του παρουσιάζεται επικοινωνιακά ως υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους στην Ελλάδα.

    Ο Θεόδωρος Παπαδόπουλος είναι λέκτορας κοινωνικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ και επισκέπτης καθηγητής στη Σχολή Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου του Μάαστριχτ.  
    --------------------------------------------------------------------------------------------

    Ακόμη και οι Βρετανοί βγήκαν στους δρόμους!

    24/11/2010 - 09:00

    http://www.epikaira.gr/epikairo.php?id=2711&category_id=0
    H συμμετοχή 50.000 και πλέον ανθρώπων, κυρίως φοιτητών, στη διαδήλωση για την...
     
    Ακόμη και οι Βρετανοί βγήκαν στους δρόμους!
     αύξηση στα δίδακτρα των βρετανικών πανεπιστημίων την προηγούμενη εβδομάδα στο κέντρο του Λονδίνου όχι απλά αποτελεί είδηση, αλλά σηματοδοτεί χωρίς υπερβολή μια νέα εποχή για τη Γηραιά Αλβιώνα.
    Πάνω από δύο δεκαετίες είχε να δει το Γουέστ μινστερ τόσο μαζικές κινητοποιήσεις για θέματα που αφορούν την εσωτερική πολιτική της χώρας. Οι πολίτες διαμαρτύρονταν για την πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει τα δίδακτρα των πανεπιστημίων. Μπορεί το εν λόγω, προς συζήτηση, νομοσχέδιο να αφορά μόνο την περιφέρεια της Αγγλίας, τουλάχιστον προς το παρόν, οι διαδηλωτές όμως κατήλθαν από όλα τα σημεία της χώρας. Αν τελικά περάσει, θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην πλήρη αλλαγή του status των πανεπιστημίων, καθώς προβλέπει σε ορισμένες περιπτώσεις μέχρι και τον τριπλασιασμό των διδάκτρων.
    Σημαντικές αλλαγές θα σημειωθούν, επίσης, τόσο στους αποφοίτους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και στη μέση βρετανική οικογένεια που θέλει να στείλει τα παιδιά της για σπουδές. Υπολογίζεται ότι το κόστος ενός πρώτου πτυχίου τριετούς φοίτησης μπορεί να φτάσει τα 35.000 ευρώ. Χρήματα που μπορεί μεν να τα πάρει από ειδικά δάνεια για σπουδές, αλλά θα πρέπει να τα ξεπληρώσει μόλις αρχίσει να εργάζεται και θα κερδίζει πάνω από 21.000 λίρες. Ουσιαστικά, δηλαδή, το νέο σύστημα σπουδών δυσκολεύει σημαντικά τη ζωή των αποφοίτων.
    Παρ’ όλα αυτά τα φώτα της δημοσιότητας, τόσο εδώ στη Βρετανία όσο και διεθνώς, στράφηκαν στα επεισόδια που σημειώθηκαν στο κτίριο του Μίλμπανκ. Περίπου 500 διαδηλωτές εισέβαλαν στο κτιριακό συγκρότημα όπου στεγάζονται και κάποια από τα γραφεία του κυβερνώντος κόμματος των Συντηρητικών προκαλώντας υλικές ζημιές. Έσπασαν τζάμια, έγραψαν συνθήματα στους τοίχους και κατάφεραν να ανέβουν μέχρι την ταράτσα του κτιρίου όπου και ύψωσαν πανό διαμαρτυρίας. Κάποιοι από αυτούς μάλιστα πέταξαν αντικείμενα στους αστυνομικούς και το πλήθος που βρισκόταν στην είσοδο του κτιρίου. Το αποτέλεσμα ήταν να τραυματιστούν ελαφρά 14 άνθρωποι και να γίνουν συνολικά 57 συλλήψεις.
    Η βρετανική κοινωνία θεωρεί απαράδεκτα τέτοιου είδους επεισόδια, ακόμη κι αν η πραγματική τους διάσταση δεν είναι τόσο σοβαρή όσο την παρουσιάζουν τα ΜΜΕ. Γι’ αυτό άλλωστε ακόμη και η επίσημη Αρχή των φοιτητών από την πρώτη στιγμή τα καταδίκασε ανεπιφύλακτα.
    Το σημαντικό συμπέρασμα όμως της πολυπληθούς διαδήλωσης είναι άλλο: Η κοινωνική συναίνεση προς τις εκάστοτε κυβερνήσεις της χώρας έπαψε πλέον να υφίσταται. Έτσι λοιπόν, ακόμη και οι παραδοσιακά «συγκαταβατικοί Βρετανοί», όπως συνήθως τους χαρακτηρίζουν οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, δείχνουν να αλλάζουν συμπεριφορά και να μην ανέχονται πλέον αδιαμαρτύρητα τα μέτρα των κυβερνήσεών τους.
    Τα «Επίκαιρα» μίλησαν με έναν Έλληνα καθηγητή αγγλικού πανεπιστημίου, τον δόκτορα Θεόδωρο Παπαδόπουλο, και μια Ελληνίδα μητέρα που ζει και εργάζεται στο Λονδίνο, την κυρία Νατάσσα Οικονόμου. Ο κ. Παπαδόπουλος είναι λέκτορας Κοινωνικής Πολιτικής στο Τμήμα Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπαθ, ενώ η κυρία Οικονόμου έχει ένα γιο, τον Αλέξανδρο, ο οποίος, αν όλα πάνε καλά με τις σπουδές του, θα φοιτήσει στο πανεπιστήμιο το 2013, ένα χρόνο δηλαδή μετά την εφαρμογή των προτεινόμενων μέτρων.


    Πώς κρίνετε την πρόθεση της κυβέρνησης να αυξήσει τα δίδακτρα στα βρετανικά πανεπιστήμια;

    Θεόδωρος Παπαδόπουλος: Η πρόταση αυτή αποτελεί μια εξαιρετικά άσχημη εξέλιξη, η οποία ανακοινώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την, λιγότερο δημοσιοποιημένη, απόφαση για δραματικές περικοπές των κρατικών κονδυλίων προς τα πανεπιστήμια και την ακαδημαϊκή έρευνα. Περικοπές που υπολογίζονται στο 40% και σε κάποιους τομείς, όπως οι κοινωνικές επιστήμες, αναμένεται να φτάσουν το 75%. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για συνειδητό βήμα προς την ιδιωτικοποίηση των αγγλικών πανεπιστημίων και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της ανώτατης παιδείας.
    Νατάσσα Οικονόμου: Θεωρώ ότι αυτό το μέτρο, εάν ισχύσει, θα είναι η αρχή για μεγαλύτερες κοινωνικές αλλαγές. Αν λάβουμε υπόψη μας και την αύξηση των βάσεων την προηγούμενη χρονιά στα πανεπιστήμια της Αγγλίας, καταλαβαίνουμε ότι ολοένα και λιγότεροι φοιτητές, τουλάχιστον από την Αγγλία, θα καταφέρνουν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πιστεύω ότι, μετά την πολύ πετυχημένη πορεία των φοιτητών και των καθηγητών στο κέντρο του Λονδίνου, η κυβέρνηση θα το σκεφτεί πολύ σοβαρά πριν κάνει πράξη τις προθέσεις της.

    Η πρόταση αυτή αποτελεί μια εξαιρετικά άσχημη εξέλιξη, η οποία ανακοινώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με την, λιγότερο δημοσιοποιημένη, απόφαση για δραματικές περικοπές των κρατικών κονδυλίων προς τα πανεπιστήμια και την ακαδημαϊκή έρευνα. Περικοπές που υπολογίζονται στο 40% και σε κάποιους τομείς, όπως οι κοινωνικές επιστήμες, αναμένεται να φτάσουν το 75%. Κατά τη γνώμη μου, πρόκειται για συνειδητό βήμα προς την ιδιωτικοποίηση των αγγλικών πανεπιστημίων και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της ανώτατης παιδείας. Θεωρώ ότι αυτό το μέτρο, εάν ισχύσει, θα είναι η αρχή για μεγαλύτερες κοινωνικές αλλαγές. Αν λάβουμε υπόψη μας και την αύξηση των βάσεων την προηγούμενη χρονιά στα πανεπιστήμια της Αγγλίας, καταλαβαίνουμε ότι ολοένα και λιγότεροι φοιτητές, τουλάχιστον από την Αγγλία, θα καταφέρνουν να εισαχθούν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πιστεύω ότι, μετά την πολύ πετυχημένη πορεία των φοιτητών και των καθηγητών στο κέντρο του Λονδίνου, η κυβέρνηση θα το σκεφτεί πολύ σοβαρά πριν κάνει πράξη τις προθέσεις της.
    Αν τελικά περάσουν τα μέτρα, ποιο θα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα που πιθανόν θα δημιουργήσουν;

    Θ.Π.: Τα μέτρα αυτά θα έχουν δραματικές επιπτώσεις για την ανώτατη Παιδεία και την κοινωνία γενικότερα. Η παρούσα κυβέρνηση δικαιολογεί την απόφασή της στο πλαίσιο της προσπάθειας που κάνει για μείωση του κρατικού ελλείμματος. Καλούνται, δηλαδή, τα αγγλικά πανεπιστήμια να πληρώσουν για μία κρίση η οποία οφείλεται στα πιο «χαϊδεμένα» τμήματα του ιδιωτικού τομέα της βρετανικής οικονομίας: Το χρηματοπιστωτικό τομέα και τις τράπεζες. Τελικά όμως τα οικονομικά οφέλη αυτών των μέτρων για το κράτος είναι πενιχρά. Πρόκειται για μερικά δις λίρες, τα οποία θα μπορούσαν πολύ εύκολα να εξασφαλιστούν από άλλους τομείς. Όπως, π.χ., περικόπτοντας ένα μικρό ποσοστό των αμυντικών δαπανών ή καταργώντας κάποιες ευνοϊκές φοροαπαλλαγές που ακόμα απολαμβάνουν οι αγγλικές τράπεζες. Οπότε, εύλογα γεννιέται το ερώτημα εάν είναι άλλη η πραγματική ατζέντα και ο στόχος αυτών των μέτρων. Προσωπικά πιστεύω ότι στη Βρετανία η κρίση του κρατικού ελλείμματος χρησιμοποιείται ως δικαιολογία για βαθύτερες αλλαγές που σχεδιάζονταν εδώ και αρκετό καιρό, με απώτερο στόχο αυτό που προανέφερα: την ιδιω τικοποίηση των αγγλικών πανεπιστημίων και την περαιτέρω εμπορευματοποίηση της ανώτατης Παιδείας και της γνώσης. Πρέπει να τονίσω ότι ακόμα και με τις αυξήσεις των διδάκτρων τα πανεπιστήμια δεν θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν το μέγεθος των περικοπών. Οπότε δεν είναι δύσκολο να προβλέψουμε τα προβλήματα που θα προκύψουν. Ακόμα μεγαλύτερος ανταγωνισμός μεταξύ πανεπιστημίων για προσέλκυση ξένων φοιτητών –που παραδοσιακά πληρώνουν τα διπλάσια δίδακτρα από αυτά των εγχώριων– με αντίστοιχες συνέπειες στη χειροτέρευση της ποιότητας των σπουδών. Ακόμα πιο βαθύς και έντονος διαχωρισμός μεταξύ «πλούσιων και φτωχών» πανεπιστημίων. Συγχωνεύσεις πανεπιστημίων και απολύσεις προσωπικού, κάτι που ήδη συζητείται. Κλείσιμο πολλών τμημάτων με λογιστικά κριτήρια και με μόνο γνώμονα τη βραχυπρόθεσμη οικονομική βιωσιμότητά τους. Χειροτέρευση των συνθηκών εργασίας και ανασφάλεια για τους πανεπιστημιακούς. Χειροτέρευση των συνθηκών σπουδών για τους φοιτητές – μαζικοποίηση διαλέξεων κ.λπ. Επαναφορά του ταξικού κριτηρίου πρόσβασης στην ανώτατη Παιδεία και, ευρύτερα, τη γνώση.
    Ο πιο σημαντικός όμως κίνδυνος θα είναι η απώλεια της σχετικής ανεξαρτησίας που παρέχει στα πανεπιστήμια η δημόσια χρηματοδότηση. Η αναπόφευκτη εξάρτησή τους από την ιδιω τική χρηματοδότηση μεγάλων εταιρειών και πολυεθνικών θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες στην ποιότητα και στον τύπο της παρεχόμενης εκπαίδευσης και έρευνας.
    Ν.Ο.: Δεν είναι μόνο ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν θα έχει πρόσβαση στη μόρφωση λόγω υψηλών διδάκτρων, αλλά εκείνο που με φοβίζει περισσότερο ως πολίτη και ως μητέρα είναι ότι ταλαντούχα παιδιά οικογενειών με χαμηλό εισόδημα δεν θα έχουν σε καμιά περίπτωση τη δυνατότητα να βελτιώσουν το μέλλον τους. Κι αν ακόμη δανειοδοτηθούν για τις σπουδές τους, θα έχουν να αποπληρώνουν ένα δάνειο 25-40 χιλιάδων λιρών. Κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα δημιουργήσει ένα τέτοιο μέτρο θα είναι μια νεολαία χωρίς όνειρα, με μεγάλη ανασφάλεια για το μέλλον και με ένα οικονομικό βάρος που θα τους ακολουθεί για πολλά χρόνια.


    Τα μέτρα αυτά μπορεί να επηρεάσουν τον αριθμό των φοιτητών στα βρετανικά πανεπιστήμια;

    Θ.Π.: Σαφέστατα. Καταρχάς, θα γίνει ακόμα πιο δύσκολο για τη μέση αγγλική οικογένεια να χρηματοδοτήσει τις σπουδές των παιδιών της. Τα αγγλικά νοικοκυριά είναι ήδη χρεωμένα «μέχρι το λαιμό». Υπολογίζεται πως χρωστούν στις τράπεζες 1,5 τρις λίρες. Το ιδιωτικό χρέος στη Βρετανία είναι από τα μεγαλύτερα στον κόσμο. Όπως καταλαβαίνετε λοιπόν, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με την πραγματική οικονομία σε σοβαρή κρίση και αβεβαιότητα, η προοπτική ενός υπέρογκου χρέους, το οποίο θα πρέπει να πληρώνουν οι απόφοιτοι για δεκαετίες, θα απομακρύνει πολλούς από αυτούς από την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Θα σας δώσω ένα προσωπικό παράδειγμα για του λόγου το αληθές: Φέτος μια αριστούχος φοιτήτριά μου, ενώ την είχαν δεχτεί σε μάστερ κορυφαίου αγγλικού πανεπιστημίου, τελικά αναγκάστηκε να αρνηθεί, λόγω του ότι της ήταν αδύνατο να καλύψει τα υψηλά δίδακτρα. Επιπλέον, δεν ξέρω τι κίνητρα θα απομείνουν στους ξένους φοιτητές μεσαίων εισοδημάτων, ειδικά από την Ευρώπη, όπως, π.χ., οι Έλληνες, να έρθουν για σπουδές στην Αγγλία όταν τα δίδακτρα τριπλασιαστούν. Ειδικά τώρα που η οικονομική κρίση είναι σε έξαρση. Οπότε και στον τομέα προσέλκυσης ξένων φοιτητών τα μέτρα είναι αυτοκαταστροφικά.
    Ν.Ο.: Το θεωρώ βέβαιο. Ειδικά για τους Έλληνες και τους άλλους ξένους που έρχονται να σπουδάσουν στην Αγγλία, τα χαμηλά δίδακτρα ήταν ένα βασικό στοιχείο, γιατί, όπως ξέρετε, το κόστος ζωής είναι πολύ υψηλό. Με τα νέα μέτρα, εάν ισχύσουν, τα οικονομικά δεδομένα θα είναι τελείως διαφορετικά.


    Πώς κρίνετε τους εναλλακτικούς τρόπους χρηματοδότησης για τις σπουδές, όπως τα άτοκα τραπεζικά δάνεια;

    Θ.Π.: Θεωρώ άκρως υποκριτικό από το κράτος και το λεγόμενο ιδιωτικό τομέα που, ενώ θα ωφεληθούν πολλαπλά από την εργασία των εξειδικευμένων πτυχιούχων –υψηλότεροι φόροι, παραγωγή εξειδικευμένης γνώσης, καινοτομίες–, μετακυλούν και το κόστος των διδάκτρων στους νέους ανθρώπους, βαρύνοντάς τους με χρέη πριν ξεκινήσουν τη ζωή τους. Και είναι διπλά υποκριτικό, γιατί πολλοί από τους πολιτικούς που προωθούν αυτά τα μέτρα απόλαυσαν οι ίδιοι τα αγαθά της δημόσιας ανώτατης Παιδείας στην Αγγλία. Πολλοί σπούδασαν εντελώς δωρεάν και ξεκίνησαν τη ζωή τους με ελάχιστα ή καθόλου χρέη σπουδών. Επίσης, πρέπει να σας επισημάνω πως άλλα μοντέλα, όπως το νορβηγικό, ποτέ δεν συζητήθηκαν σοβαρά. Στη Νορβηγία δεν υπάρχουν δίδακτρα. Ένας εθνικός φορέας διαχειρίζεται τα άτοκα φοιτητικά δάνεια, ποσοστό των οποίων μετατρέπεται σταδιακά σε υποτροφίες όσο οι φοιτητές τα πηγαίνουν καλά στις σπουδές τους και τελειώνουν στην ώρα τους.
    Ν.Ο.: Έως ένα βαθμό αποτελεί μία λύση για κάποιον που θέλει να σπουδάσει. Πιστεύω όμως ότι η Παιδεία πρέπει να είναι δωρεάν και να μην αποτελεί θηλιά στο λαιμό ενός νέου ανθρώπου, ο οποίος, όταν αρχίσει να δουλεύει, εάν δουλέψει με ένα μόνο πτυχίο, θα πρέπει να αποπληρώνει το τραπεζικό του δάνειο.


    Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως ο βασικός λόγος των μέτρων είναι η αναβάθμιση των σπουδών στα πανεπιστήμια. Θεωρείτε πως αυτό αποτελεί δικαιολογία ή ουσιαστικό επιχείρημα;

    Θ.Π.: Κατά τη γνώμη μου αυτό αποτελεί δικαιο λογία και μάλιστα φτηνή. Η κυβέρνηση αυτή ξέρει τι θα συμβεί, αλλά φαίνεται να είναι ιδεολογικά ταγμένη υπέρ αυτού που ο γνωστός Σόρος ονόμασε «φονταμενταλισμό της Αγοράς». Δυστυχώς γινόμαστε μάρτυρες της απαξίωσης του ευρύτερου κοινωνικού ρόλου που παίζει το δημόσια χρηματοδοτούμενο πανεπιστήμιο στην Αγγλία. Αν τα μέτρα περάσουν, θα μετατραπούν σε επιχειρήσεις παραγωγής και κατανάλωσης συγκεκριμένης και ελεγχόμενης γνώσης. Οι συνθήκες εργασίας θα είναι πολύ άσχημες τόσο για τους «παραγωγούς» –πανεπιστημιακούς, ερευνητές κ.λπ.– όσο και για τους «καταναλωτές» – φοιτητές. Το «πάχος του πορτοφολιού» θα παίζει καθοριστικό ρόλο καταρχάς στην πρόσβαση και μετέπειτα στο αντικείμενο των σπουδών. Ήρθε, νομίζω, η ώρα οι κοινωνίες να τραβήξουν κάποιες «κόκκινες γραμμές»: η γνώση δεν είναι εμπόρευμα, είναι δημόσιο αγαθό από το οποίο όλη η κοινωνία ωφελείται, ακόμα και το κερδοσκοπικό της κομμάτι. Και ως τέτοιο πρέπει να προστατευτεί και να αξιοποιηθεί.
    Ν.Ο.: Δυστυχώς δεν μπορώ να το κρίνω αυτό, γιατί δεν έχω επαρκή ενημέρωση για το πώς η αύξηση των διδάκτρων θα αναβαθμίσει τις σπουδές. Θεωρώ πάντως, τουλάχιστον από αυτά που γράφονται στον Τύπο, ότι δεν στοιχειο θετείται επαρκώς το επιχείρημα πως θα γίνει ουσιαστική αναβάθμιση.

    Δεν είναι μόνο ότι η πλειοψηφία των πολιτών δεν θα έχει πρόσβαση στη μόρφωση λόγω υψηλών διδάκτρων, αλλά εκείνο που με φοβίζει περισσότερο ως πολίτη και ως μητέρα είναι ότι ταλαντούχα παιδιά οικογενειών με χαμηλό εισόδημα δεν θα έχουν σε καμιά περίπτωση τη δυνατότητα να βελτιώσουν το μέλλον τους. Κι αν ακόμη δανειοδοτηθούν για τις σπουδές τους, θα έχουν να αποπληρώνουν ένα δάνειο 25-40 χιλιάδων λιρών. Κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο πρόβλημα που θα δημιουργήσει ένα τέτοιο μέτρο θα είναι μια νεολαία χωρίς όνειρα, με μεγάλη ανασφάλεια για το μέλλον και με ένα οικονομικό βάρος που θα τους ακολουθεί για πολλά χρόνια.
    Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Επίκαιρα" στις 18/11/10